εὐρόως

εὐρόως
ἐύρρους
masc/fem acc pl (doric)
εὔροος
fair-flowing
adverbial
εὔροος
fair-flowing
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”